- κακοπερνώ
- -άω1. περνώ άσχημα, ζω με στερήσεις, κακοζώ2. υποφέρω, ταλαιπωρούμαι, βασανίζομαι («κακοπεράσαμε στο ταξίδι»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κακοπερνώ — και κακοπερνάω κακοπέρασα, κακοπερασμένος, ταλαιπωρούμαι, περνώ άσκημα: Κακοπεράσαμε στην εκδρομή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κακοπερνώ — κακοπερνάω / κακοπερνώ, κακοπέρασα βλ. πίν. 68 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αδικοπερνώ — ( άω) περνάω άσχημα, κακοπερνώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αδικο * + περνώ] … Dictionary of Greek
ακακοπέραστος — η, ο [κακοπερνώ] αυτός που δεν κακοπέρασε, που δεν δυστύχησε στη ζωή του, ο αταλαιπώρητος … Dictionary of Greek
κακ(ο)- — (AM κακ[ο] ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. κακο μούτσουνος, κακο ντυμένος) με… … Dictionary of Greek
κακοπέραση — και κακοπερασιά, ή [κακοπερνώ] φτωχική, στερημένη ζωή … Dictionary of Greek
κακοπερνάω — / κακοπερνώ, κακοπέρασα βλ. πίν. 68 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ψευτοζώ — ζω με στερήσεις, κακοπερνώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ψευτοπερνώ — και ψευτοπερνάω ψευτοπέρασα, ψευτοζώ, ζω με δυσκολίες, κακοπερνώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)